- ἀρίθμιος
ἀρίθμιος, ον, dasselbe, Opp. H. 1, 151; Rhian. ep. 1, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρίθμιος, ον, dasselbe, Opp. H. 1, 151; Rhian. ep. 1, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρίθμιος — ἀρίθμιος, α, ον (Α) [αριθμός] 1. ο αριθμητικός 2. κατ αριθμό 3. ο αριθμός που προσδιορίζει κάτι 4. αυτός που υπολογίζεται, που λαμβάνεται υπ όψιν … Dictionary of Greek
ἀρίθμιος — numerical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίθμιον — ἀρίθμιος numerical masc acc sg ἀρίθμιος numerical neut nom/voc/acc sg ἀ̱ρίθμιον , ἀριθμέω number imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ρίθμιον , ἀριθμέω number imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀριθμέω number imperf ind act 3rd pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμίου — ἀρίθμιος numerical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμίους — ἀρίθμιος numerical masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίθμια — ἀρίθμιος numerical neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίθμιοι — ἀρίθμιος numerical masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρίθμιος — μεταρίθμιος, ον (Α) 1. αυτός που συγκαταλέγεται ή συναριθμείται μεταξύ άλλων 2. (κατ επέκτ.) ο ισότιμος 3. αυτός που λαμβάνεται υπ όψιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀρίθμιος (< ἀριθμός), πρβλ. αν αρίθμιος, ισ αρίθμιος] … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
καταρίθμιος — καταρίθμιος, ον (Α) αυτός που έχει μετρηθεί και καταγραφεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρίθμιος (< αριθμός)] … Dictionary of Greek