- παστός
παστός, bestreu't, bes. mit Salz, dah. eingesalzen, Hippocr. u. Folgde. Bei Phot. lex. παστά, ἔτνος ἀλφίτῳ μεμιγμένον, vgl. Eust. 1278, 84; so auch πασταί, Ar. bei Poll. 6, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παστός, bestreu't, bes. mit Salz, dah. eingesalzen, Hippocr. u. Folgde. Bei Phot. lex. παστά, ἔτνος ἀλφίτῳ μεμιγμένον, vgl. Eust. 1278, 84; so auch πασταί, Ar. bei Poll. 6, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παστός — sprinkled with salt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… … Dictionary of Greek
παστός, -ή — ό 1. ο διατηρημένος με αλάτι, αλίπαστος, παστωμένος: Παστά ψάρια. 2. (ως ουσ.) κάθε φαγώσιμο διατηρημένο σε αλάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παστοῖς — παστός sprinkled with salt masc dat pl παστόω build a bridal chamber pres opt act 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres subj act 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστοί — παστός sprinkled with salt masc nom/voc pl παστόω build a bridal chamber pres subj mp 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres ind mp 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστοῦ — παστός sprinkled with salt masc gen sg παστόω build a bridal chamber pres imperat mp 2nd sg παστόω build a bridal chamber imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστούς — παστός sprinkled with salt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστῷ — παστός sprinkled with salt masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστόν — παστός sprinkled with salt masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεαρόπαστος — νεαρόπαστος, ον (Α) αυτός που έχει παστωθεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + παστός (< πάσσω «αλατίζω») πρβλ. αλί παστος, χρυσό παστος] … Dictionary of Greek
πολύπαστος — ον, Α πολυκέντητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παστός (< πάσσω «διακοσμώ»), πρβλ. αργυρό παστος, χρυσό παστος] … Dictionary of Greek