ὀρίνω

ὀρίνω

ὀρίνω (ΟΡ), erregen, in Bewegung setzen; ἄνεμοι δύο πόντον ὀρίνετον, Il. 9, 4, wie 11, 298. 21, 235 Od. 7, 273. Gewöhnlich übertr., ϑυμόν, das Gemüth bewegen, besonders durch Mitleid, Od. 4, 366. 14, 361. 15, 486 Il. 4, 208; durch sehnsüchtiges Verlangen, z. B. nach dem Vaterlande, 2, 142. 3, 395; durch Trauer, 14, 459; durch Furcht, Od. 24, 448; durch Zorn und Unwillen, 8, 178; eben so κῆρ u. ἦτορ ὀρίνειν, 17, 47. 216; – ὀρυμαγδόν, Lärm erregen, Il. 21, 313; – pass., Ἴρῳ δὲ κακῶς ὠρίνετο ϑυμός, es wurde ihm übel zu Muthe, Od. 18, 75, u. vom Zorn, τοῦ δ' ὠρίνετο ϑυμὸς ἐνὶ στήϑεσσι, 20, 9, öfter; auch in Verwirrung, Bestürzung gerathen, Τρῶες ὀρίνονται ἐπιμίξ, Il. 11, 525, vgl. 521. 15, 7. 18, 223; ἐκ δὲ ϑρόνων ἀνόρουσαν ὀρινϑέντες, Od. 22, 23, erschreckt, aufgescheucht. – Einzeln auch bei Sp., bes. im pass. oder med., eilen, sich schnell bewegen. – S. auch compp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορίνω — ὀρίνω (Α) (ποιητ. τ.) 1. εγείρω, σηκώνω 2. προκαλώ έκπληξη, ταραχή, τρόμο σε κάποιον, ταράζω 3. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 4. μτφ. διεγείρω, εξερεθίζω («τοῑσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το… …   Dictionary of Greek

  • ὀρίνω — ὀρί̱νω , ὀρίνω stir aor subj act 1st sg ὀρί̱νω , ὀρίνω stir pres subj act 1st sg ὀρί̱νω , ὀρίνω stir pres ind act 1st sg ὀρί̱νω , ὀρίνω stir aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρῖνον — ὀρίνω stir pres part act masc voc sg ὀρίνω stir pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρινθείη — ὀρίνω stir aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρινθείς — ὀρίνω stir aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρινθῆναι — ὀρίνω stir aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρινθῇ — ὀρίνω stir aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρινθέντες — ὀρίνω stir aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρινθέντι — ὀρίνω stir aor part pass masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρίνθη — ὀρίνω stir aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρικός — ὀρίνω stir perf part act neut nom/voc/acc sg ὠρίζω perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”