- ἀρί-σημος
ἀρί-σημος (σῆμα), sehr deutlich, offenkundig, H. h. Merc. 12; -σαμος Theocr. 25, 158. – Adv. -σήμως Heliod. 6, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρί-σημος (σῆμα), sehr deutlich, offenkundig, H. h. Merc. 12; -σαμος Theocr. 25, 158. – Adv. -σήμως Heliod. 6, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρίσημος — ἀρίσημος, ον (Α) 1. αξιοσημείωτος, σημαντικός 2. ευδιάκριτος, αυτός που φαίνεται καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + σημος < σήμα] … Dictionary of Greek