ἀρίς

ἀρίς

ἀρίς, ίδος, ἡ (ἄρω), ein Werkzeug der Zimmerleute, im plur. unter den τέκτονος ἄρμενα Leon. Tar. 4 (VI, 205); γυρὰς ἀμφιδέτους ἀρίδας Philp. 15 (VI, 103), wohl nach Art der großen Bohrer, wofür auch spricht, daß sie mit einem Riemen gezogen werden, der selbst auch ἀρίς heißt, Hippocr.; vgl. Call. com. Poll. 7, 113.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀρίς — bow drill fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρίς — Όρμος της χερσονήσου του Σινά, σε απόσταση περίπου 120 χλμ. από το Πορτ Σάιντ. Εκεί βρισκόταν η αρχαία πόλη Ρινοκόλουρα που ονομάστηκε έτσι επειδή πολλοί κάτοικοί της είχαν κομμένες τις μύτες για διάφορα αδικήματα. Το 219 π.Χ. εκεί έγινε η μάχη… …   Dictionary of Greek

  • Ἄρις — Ἄρῑς , Ἄρις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἄρις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άρις — Sp Ãris Ap Άρις/Aris L P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ἄρι — Ἄρις fem voc sg Ἄρῑ , Ἄρις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρί — ἀρίς bow drill fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίδα — ἀρίς bow drill fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίδας — ἀρίς bow drill fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίδες — ἀρίς bow drill fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίδι — ἀρίς bow drill fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίδος — ἀρίς bow drill fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”