- ὀρέομαι
ὀρέομαι, = ὄρνυμαι, sich regen, sich bewegen, ὀρέοντο, Il. 2, 398. 23, 212.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρέομαι, = ὄρνυμαι, sich regen, sich bewegen, ὀρέοντο, Il. 2, 398. 23, 212.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek
er-3 : or- : r- — er 3 : or : r English meaning: to move *stir, animate, fight, struggle, rise; to spring up, be born Deutsche Übersetzung: ‘sich in Bewegung setzen, erregen (also seelisch, ärgern, stir, tease, irritate); in die Höhe bringen (Erhebung … Proto-Indo-European etymological dictionary