- ὀρέκτης
ὀρέκτης, ὁ, ein in der Nähe Kämpfender, Eust. S. ὀρεκτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρέκτης, ὁ, ein in der Nähe Kämpfender, Eust. S. ὀρεκτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρεκτῆς — ὀρεκτέω pres ind act 2nd sg (doric) ὀρεκτός stretched out fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντορέκτης — (I) και παντορέκτης, ὁ, Α αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο ρρέκτης]. (II) ὁ, Α αυτός που επιθυμεί τα πάντα … Dictionary of Greek