- ἀρέσκευμα
ἀρέσκευμα, τό, Schmeichelei, Plut. Demetr. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρέσκευμα, τό, Schmeichelei, Plut. Demetr. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρέσκευμα — ἀρέσκευμα, το (Α) [αρεσκεύομαι] καλόπιασμα, ενέργεια που κολακεύει κάποιον … Dictionary of Greek
ἀρέσκευμα — act of obsequiousness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεσκευμάτων — ἀρέσκευμα act of obsequiousness neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)