- ὀρέστειον
ὀρέστειον, τό, = ὀρέστιον, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρέστειον, τό, = ὀρέστιον, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ορέστειον — Ὀρέστειον, τὸ (Α) βλ. ὀρέστειος … Dictionary of Greek
Ὀρέστειον — Ὀρέστειος of Orestes masc acc sg Ὀρέστειος of Orestes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОРЕСФЕЙ — I. • Orestheum, Όρέσθειον или Όρέστειον (первоначально Όρεσθάσιον), город в Южной Аркадии на дороге из Мегалополя в Тегею. Hdt. 9, 11. Thuc. 5, 64. Eur. Or. 1647. У подножия Тзимбарских гор сохранились еще некоторые столбы от… … Реальный словарь классических древностей
ОРЕСФЕЙ — I. • Orestheum, Όρέσθειον или Όρέστειον (первоначально Όρεσθάσιον), город в Южной Аркадии на дороге из Мегалополя в Тегею. Hdt. 9, 11. Thuc. 5, 64. Eur. Or. 1647. У подножия Тзимбарских гор сохранились еще некоторые столбы от… … Реальный словарь классических древностей
ορέστειος — α, ο (Α ὀρέστειος, α, ον) [Ορέστης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορέστη, ο σχετικός με τον Ορέστη 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ορέστεια α) ο σχετικός με τον Ορέστη μύθος β) περιληπτική ονομασία τής μόνης σωζόμενης τριλογίας τού Αισχύλου,… … Dictionary of Greek
ορέστιον — ὀρέστιον και ὀρέστειον, τὸ (Α) [ορέστης] το φυτό ελένιον … Dictionary of Greek
Ορεσθάσιον — Αρχαία πόλη της Ορεστίδας, στην Αρκαδία, που σύμφωνα με την παράδοση πήρε την ονομασία της από τον ιδρυτή της, Ορεσθέα, γιο του Λυκάονα. Η νεότερη ονομασία της, Ορέστειον, οφείλεται στον γιο του Αγαμέμνονα, Ορέστη, που είχε περιπλανηθεί στην… … Dictionary of Greek