- ὀρέσσ-αυλος
ὀρέσσ-αυλος, = ὀρείαυλος; χίμαιρα, Coluth. 107; Ἠχώ, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); δίφρος, Nonn. D. 11, 63, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρέσσ-αυλος, = ὀρείαυλος; χίμαιρα, Coluth. 107; Ἠχώ, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); δίφρος, Nonn. D. 11, 63, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορείαυλος — ὀρείαυλος και ὀρέσσαυλος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεσσ (βλ. λ. όρος [II]) + αυλος (< αὐλή), πρβλ]. θύρ αυλος] … Dictionary of Greek