- ἀράχνης
ἀράχνης, ὁ, Spinne. Hes. O. 775; Pind. frg. 268; Aesch. frg. 104; Arist. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀράχνης, ὁ, Spinne. Hes. O. 775; Pind. frg. 268; Aesch. frg. 104; Arist. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀράχνης — ἀράχνη spider s web fem gen sg (attic epic ionic) ἀράχνης spider masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
ἀράχνα — ἀράχνᾱ , ἀράχνη spider s web fem nom/voc/acc dual ἀράχνᾱ , ἀράχνη spider s web fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀράχνᾱ , ἀράχνης spider masc nom/voc/acc dual ἀράχνης spider masc voc sg ἀράχνᾱ , ἀράχνης spider masc gen sg (doric aeolic) ἀράχνης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αραχνιώδης — (Α ἀραχνιώδης, ες) [αράχνιον] 1. αυτός που μοιάζει με ιστό αράχνης, αραχνοΰφαντος 2. (για υγρά) γεμάτος κατακάθια όμοια με ιστούς αράχνης … Dictionary of Greek
αραχνοειδής — (AM ἀραχνοειδής, ές) Ι. όμοιος με ιστό αράχνης νεοελλ. 1. «αραχνοειδής χιτώνας» ο αμφιβληστροειδής του ματιού 2. «αραχνοειδής μήνιγξ» το μεσαίο από τα τρία περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου II. το ουδ. ως ουσ. τα αραχνοειδή… … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
ἀράχναι — ἀράχνη spider s web fem nom/voc pl ἀράχνᾱͅ , ἀράχνη spider s web fem dat sg (doric aeolic) ἀράχνης spider masc nom/voc pl ἀράχνᾱͅ , ἀράχνης spider masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀράχνας — ἀράχνᾱς , ἀράχνη spider s web fem acc pl ἀράχνᾱς , ἀράχνη spider s web fem gen sg (doric aeolic) ἀράχνᾱς , ἀράχνης spider masc acc pl ἀράχνᾱς , ἀράχνης spider masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀράχνου — ἄραχνος masc gen sg ἀράχνης spider masc gen sg ἀράχνης spider masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)