- ὀρθο-τενής
ὀρθο-τενής, ές, grade gestreckt, Opp. Cyn. 1, 189. 407.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθο-τενής, ές, grade gestreckt, Opp. Cyn. 1, 189. 407.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek