- ὀρθο-τόμος
ὀρθο-τόμος, grade schneidend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθο-τόμος, grade schneidend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενοτομώ — κενοτομῶ (ΑΜ) μσν. σπαταλώ, χάνω ανώφελα τον καιρό μου αρχ. (κατά παρώδηση τού καινοτομώ) κάνω μάταιες καινοτομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λεπτο τομώ, ορθο τομώ] … Dictionary of Greek