ὀρθο-στάδην

ὀρθο-στάδην

ὀρθο-στάδην, gradestehend, aufrecht; Aesch. Prom. 32; Luc. gymnas. 3 Conviv. 13; καϑεύδειν, Ael. H. A. 4, 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισοστάδην — ἰσοστάδην (Α) επίρρ. με ίση δύναμη, με ίση αντίσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στάδην «σε όρθια στάση» (< ἵστημι), πρβλ. ορθο στάδην, συ στάδην] …   Dictionary of Greek

  • χοροστάδην — Μ επίρρ. σε σχήμα χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + στάδην «σε όρθια στάση» (< θ. στα τού ἵστημι), πρβλ. όρθο στάδην] …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”