ὀρθο-στάτης

ὀρθο-στάτης

ὀρθο-στάτης, , der grade, aufrecht Stehende; eine Art Säulen, Eur. Ion. 1134; κλίμακες ὀρϑοστάται, die grade, aufrecht stehende Leiter, Suppl. 513 (wo gew. ὀρϑοστάτων accentuirt wird, was einen nomin. ὀρϑόστατος voraussetzen würde). – Eine Art Opferkuchen, Poll. 6, 73, bei Todtenopfern gebräuchlich, Eur. Hel. 554, v. l. ὀρϑοστάδες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • κογχοστάτης — ο ανθρωπολ. όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η διεύθυνση τού άξονα τού κόγχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + στάτης (< ασθενές θ. στă τού ἵστημι), πρβλ. ορθο στάτης, παρα στάτης] …   Dictionary of Greek

  • λαιοστάτης — λαιοστάτης, ὁ (Α) αυτός που στέκεται στο αριστερό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιός (ΙΙ) + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. ορθο στάτης, πρωτο στάτης] …   Dictionary of Greek

  • οσφυοστάτης — ο ιατρ. είδος ορθοπεδικού οσφυοδέσμου για συγκράτηση τής οσφυϊκής μοίρας τής σπονδυλικής στήλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς + στάτης (< θ. στα τού ἵστημι, πρβλ. στάση), πρβλ. ορθο στάτης] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοστάτης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ο επικεφαλής μιας ενέργειας ή κίνησης, το άτομο που προΐσταται και διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, πρωτεργάτης νεοελλ. μσν. ως επίθ. ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος ή αυτός που κατέχει την πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • κορμοστασιά — η η στάση τού ανθρώπινου σώματος, το παράστημα, κυρίως το λεβέντικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κορμο στασία με καταβιβασμό τού τόνου και συνίζηση κορμός + στασία (< στάτης < ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι), πρβλ. επι στασία, ορθο στασία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”