- πασπάλη
πασπάλη, ἡ, = παιπάλη, das feinste Mehl, Staubmehl, übtr., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, auch kein Stäubchen oder Körnchen Schlaf, als Bezeichnung des Kleinsten oder Wenigsten, Ar. Vesp. 91, vgl. Moer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πασπάλη, ἡ, = παιπάλη, das feinste Mehl, Staubmehl, übtr., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, auch kein Stäubchen oder Körnchen Schlaf, als Bezeichnung des Kleinsten oder Wenigsten, Ar. Vesp. 91, vgl. Moer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πασπάλη — the finest meal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασπάλη — η, ΝΑ, και πάσπαλη, η, και πασπάλι, το, Ν πολύ λεπτό αλεύρι νεοελλ. 1. οποιαδήποτε ουσία τριμμένη σε λεπτή σκόνη 2. σκόνη, κονιορτός 3. (ειδικά) η λεπτότατη άχνη που διασκορπίζεται στον γύρω χώρο ή επικάθεται στα εξαρτήματα τού αλευρόμυλου κατά… … Dictionary of Greek
πασπάλη — η 1. λεπτή σκόνη αλευριού που κάθεται στα διάφορα μέρη του μύλου. 2. κάθε σώμα τριμμένο σε λεπτή σκόνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασπάλην — πασπάλη the finest meal fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασπάλης — πασπάλη the finest meal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασπαληφάγος — ον, Α αυτός που τρέφεται με πασπάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασπάλη + φάγος*] … Dictionary of Greek
ιμαλιά — Μυθολογικό πρόσωπο. Η Ι. ήταν μία από τις Τελχίνιες νύμφες, την οποία λάτρευαν στην Ιαλυσό της Ρόδου. Ο Δίας γονιμοποίησε την Ι., που γέννησε τον Σπαρταίο, τον Κρόνιο και τον Κύτο ή Κύτιο. * * * ἱμαλιά, ἡ (Α) η άχνη από το αλεύρι κατά το άλεσμα,… … Dictionary of Greek
πάσπαλος — ὁ, Α ο κέγχρος, το κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πασπάλη κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
πασπαλάς — ο [πασπάλη] 1. χοιρινό ή αρνήσιο κρέας το οποίο διατηρείται αλατισμένο και με το λίπος του σε πήλινα αγγεία 2. χυλός από αλεύρι, λάδι και τεμαχισμένα κρεμμύδια … Dictionary of Greek
πασπαλίζω — και πασπαλώνω και πασπαλώ, άω [πασπάλη] ρίχνω οποιαδήποτε σκόνη πάνω σε κάτι, επιπάσσω … Dictionary of Greek
πασπατεύω — και πασπατεύγω 1. ψάχνω με την αφή, ψηλαφώ, ψαχουλεύω 2. αγγίζω κάτι απαλά με τα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πασπαλεύω < πασπάλη (πρβλ. ζητώ: ζήτουλας: ζητουλεύω)] … Dictionary of Greek