- ὀροδαμνίς
ὀροδαμνίς, ίδος, ἡ, dim. von ὀρόδαμνος, Theocr. 7, 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀροδαμνίς, ίδος, ἡ, dim. von ὀρόδαμνος, Theocr. 7, 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οροδαμνίς — ὀροδαμνίς, ἡ (Α) [ορόδαμνος] μικρός κλάδος, κλαδάκι, κλωνάρι … Dictionary of Greek
ὀροδαμνίδας — ὀροδαμνίς sprig fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροδαμνίδες — ὀροδαμνίς sprig fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροδαμνίσιν — ὀροδαμνίς sprig fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)