- ὀρθαγορίσκος
ὀρθαγορίσκος, ὁ, Schweinchen, Ferkelchen, lacedämon., γαλαϑηνοί, Ath. IV, 139 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθαγορίσκος, ὁ, Schweinchen, Ferkelchen, lacedämon., γαλαϑηνοί, Ath. IV, 139 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθαγορίσκος — sucking pig masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθαγορίσκος — ο (Α ὀρθαγορίσκος) νεοελλ. ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο αρχ. 1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. τού τυράννου … Dictionary of Greek
ὀρθαγορίσκοι — ὀρθαγορίσκος sucking pig masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθαγορίσκους — ὀρθαγορίσκος sucking pig masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… … Dictionary of Greek
φεγγαρόψαρο — Ψάρι της οικογένειας των Μολιδών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία ορθαγορίσκος. Ζει σχεδόν σε όλες τις θάλασσες, έχει μήκος περίπου 2 μ. και ζυγίζει γύρω στα 100 κιλά. Το σχήμα του είναι ιδιόμορφο και δεν μοιάζει με κανένα άλλο είδος… … Dictionary of Greek
μολίδες — (molidae). Οικογένεια ψαριών. Κυριότερος εκπρόσωπος της οικογένειας είναι το γένος μόλα ή ορθαγορίσκος. Το είδος αυτό, που είναι περισσότερο γνωστό ως φεγγαρόψαρο και ηλιόψαρο είναι η μύλη των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για μεγάλο ψάρι των θερμών … Dictionary of Greek
u̯erdh-, u̯redh- — u̯erdh , u̯redh English meaning: to grow; high Deutsche Übersetzung: “wachsen, steigen; hoch” Material: O.Ind. várdhati, várdhatē, vr̥dháti “wächst, mehrt sich”, várdha m. “das Fördern”, vardháyati “makes grow”, vr̥ddhá “ grown,… … Proto-Indo-European etymological dictionary