ὀρθιάδε, u. ὀρθιάζε, gradauf, bergauf, Xen. Lac. 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθιάδε — ὀρθιάδε (Α) επίρρ. προς τα πάνω, προς τον ανήφορο, ανηφορικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. ενθά δε)] … Dictionary of Greek
ὀρθιάδε — uphill indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)