παρ-ᾱΐσσω

παρ-ᾱΐσσω

παρ-ᾱΐσσω (s. ἀΐσσω), daneben wegeilen; βάλε νῶτα παραΐσσοντος, Il. 20, 414; ἀλλὰ παρήῑξεν κοίλας ἐπὶ νῆας, 8, 98, vgl. 11, 615; sp. D., Qu. Sm. 12, 57; παραΐσσεσκον, Ap. Rh. 2, 276; auch Plut. amat. narr. 4: καὶ οὕτω παρῇξαν οἱ διώκοντες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

  • παραΐσσω — και αττ. τ. παρᾴσσω Α περνώ, τρέχω βιαστικά, ορμητικά («ἵπποι γὰρ με παρήϊξαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀΐσσω «πηδώ, ορμώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”