- ἀρούριον
ἀρούριον, dim. von ἄρουρα, ein kleines Landgut, Agath. 71 (XI, 365).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρούριον, dim. von ἄρουρα, ein kleines Landgut, Agath. 71 (XI, 365).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρούριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ημιαρούριον — ἡμιαρούριον, το (Α) πάπ. 1. (για έκταση γης) το ήμισυ αρούρας*, το μισό καλλιεργημένου αγρού 2. (ως μέτρο) το προϊόν, η παραγωγή τού ημιαρουρίου («χόρτου ἡμιαρούριον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αρούριον, υποκορ. τού άρουρα] … Dictionary of Greek