- ὀρθό-κοιλος
ὀρθό-κοιλος, Hippiatr., wahrscheinlich f. L. für ὀρϑόκωλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθό-κοιλος, Hippiatr., wahrscheinlich f. L. für ὀρϑόκωλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόκοιλος — μεσόκοιλος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται σε κοίλο σημείο, σε κοιλάδα («πόλις μεσόκοιλος», Πολύβ.) 2. ο κοίλος στο μέσο («καυλὸν μεσόκοιλον», Διόσκ.) 3. αυτός που έχει κοιλανθεί, κοίλος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεσόκοιλα η μεσόδμη*. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ισόκοιλος — ἰσόκοιλος, ον (Α) αυτός που έχει σε όλα τα σημεία την ίδια κοιλότητα («ἰσόκοιλος αὐλός», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κοιλος (< κοῑλος), πρβλ. μεσό κοιλος, ορθό κοιλος] … Dictionary of Greek
μεγαλόκοιλος — μεγαλόκοιλος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κοῖλος (πρβλ. ορθό κοιλος, υδρό κοιλος)] … Dictionary of Greek
μονόκοιλος — μονόνοικος, ον (ΑΜ) αυτός που γεννήθηκε μαζί με άλλον ή με άλλους στην ίδια γέννα. επίρρ... μονόκοιλα (Μ μονόκοιλα) με μια γέννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κοιλος (< κοιλία), πρβλ. ορθό κοιλος, πονό κοιλος] … Dictionary of Greek