- ὀρθό-κερως
ὀρθό-κερως, ωτος, mit graden Hörnern (?); – φρίκη ὀρϑ., die Haare wie Hörner grade in die Höhe sträubender Schauder, Soph. frg. 922; vgl. Poll. 2, 31, der es ὀρϑόϑριξ erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθό-κερως, ωτος, mit graden Hörnern (?); – φρίκη ὀρϑ., die Haare wie Hörner grade in die Höhe sträubender Schauder, Soph. frg. 922; vgl. Poll. 2, 31, der es ὀρϑόϑριξ erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίκερως — ο, η (Α καλλίκερως) αυτός που έχει ωραία κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < *κέρα ος), πρβλ. ολιγό κερως ορθό κερως] … Dictionary of Greek
μονόκερως — (Αστρον.). Διεθνώς Monoceros με σύμβολο Mon. Αμυδρός αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, κοντά στον αστερισμό του Ωρίωνα. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς των Διδύμων, του Ωρίωνα, του Λαγωού, του Μεγάλου Κυνός, της Πρύμνης, της Ύδρας και του… … Dictionary of Greek
οιόκερως — ο (Α οἰόκερως, έρωτος, ὁ, ἡ) νεοελλ. (παλαιοντ.) γένος σεληνοδοντίων οπληφόρων θηλαστικών που απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε στρώματα τού κατώτερου πλειόκαινου στο Πικέρμι, στη Σάμο κ.α. αρχ. αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο, μονοκέρατος,… … Dictionary of Greek
ολιγόκερως — ὀλιγόκερως, έρωτος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει μικρά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + κέρως (< κέρας), πρβλ. ορθό κερως] … Dictionary of Greek
ουλόκερως — οὐλόκερως, ων (Α) αυτός που έχει ελικοειδή, συνεστραμμένα ή καμπύλα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «ελικοειδής» + κέρως (< κέρας), πρβλ. ορθό κερως] … Dictionary of Greek
υψίκερως — ων, Α αυτός που έχει ψηλά κέρατα («ὑψίκερω... φάσμα ταύρου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κερως (< κέρας, ατος), πρβλ. ὀρθό κερως] … Dictionary of Greek
ψιλόκερως — ων, Μ αυτός που τού έχουν κόψει τα κέρατα, που έχει στερηθεί τα κέρατά του («τὸ κέρας τούτου... κόπτουσι, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τόν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἐῶσιν ἀποτρέχειν», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κερως (< κέρας), πρβλ. ὀρθό κερως] … Dictionary of Greek
πρωτοστάτης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ο επικεφαλής μιας ενέργειας ή κίνησης, το άτομο που προΐσταται και διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, πρωτεργάτης νεοελλ. μσν. ως επίθ. ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος ή αυτός που κατέχει την πρώτη… … Dictionary of Greek