- ὀρθό-τονος
ὀρθό-τονος, mit dem graden, vollen Accent gesprochen oder geschrieben, im Ggstz der Inclinirung des Tones, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθό-τονος, mit dem graden, vollen Accent gesprochen oder geschrieben, im Ggstz der Inclinirung des Tones, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθότονος — η, ο (Α ὀρθότονος, ον) (για λέξη) 1. αυτός που διατηρεί τον ορθό τόνο 2. αυτός που δεν υπόκειται σε έγκλιση τόνου νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ορθότονος ταυτόχρονη σύσπαση τών εκτεινόντων και τών καμπτήρων μυών με ευθειασμό τού σώματος κατά τη… … Dictionary of Greek
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek