- ὀρθό-στρωτος
ὀρθό-στρωτος, τοῖχος, ὁ, eine grade, mit Marmor überlegte Wand, Hierocl. bei Stob. Floril. 67, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθό-στρωτος, τοῖχος, ὁ, eine grade, mit Marmor überlegte Wand, Hierocl. bei Stob. Floril. 67, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόστρωτος — κακόστρωτος, ον (Α) αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek