- ὀρθό-πους
ὀρθό-πους, ποδος, mit graden Füßen, grade stehend, Nic. Al. 419; – aber übertr., π άγος, steil, Soph. Ant. 972, wo Herm. es vom Cise erkl., auf dem man feststehen kann.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθό-πους, ποδος, mit graden Füßen, grade stehend, Nic. Al. 419; – aber übertr., π άγος, steil, Soph. Ant. 972, wo Herm. es vom Cise erkl., auf dem man feststehen kann.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόπους — κακόπους, ό, ή, ουδ. κακόπουν (Α) αυτός που έχει αδύνατα ή άσχημα πόδια («κακόπους ἱππος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ορθό πους, στερεό πους] … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
πολυπόδης — και επικ. τ. πουλυπόδης, ὁ, Α το χταπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. ορθο πόδης] … Dictionary of Greek