- ὀρθό-πρυμνος
ὀρθό-πρυμνος, mit gradem, emporgerichtetem Hintertheile, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθό-πρυμνος, mit gradem, emporgerichtetem Hintertheile, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλόπρυμνος — καλόπρυμνος, ον (Α) (σχόλ.) (για πλοίο) αυτός που έχει καλή, ωραία πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. καμπυλό πρυμνος, ορθό πρυμνος] … Dictionary of Greek
καμπυλόπρυμνος — η, ο (Α καμπυλόπρυμνος, ον) αυτός που έχει καμπύλη πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ευρύ πρυμνος, ορθό πρυμνος] … Dictionary of Greek