- ὀροφη-φάγος
ὀροφη-φάγος, das Dach verzehrend, zerstörend, πῦρ, Agath. 63 (IX, 152).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀροφη-φάγος, das Dach verzehrend, zerstörend, πῦρ, Agath. 63 (IX, 152).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οροφηφάγος — ὀροφηφάγος, ον (ΑΜ) αυτός που τρώει, δηλ. καταστρέφει, την οροφή («ὀροφηφάγον πῡρ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀροφή + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο φάγος] … Dictionary of Greek