ἀρθρῖτις

ἀρθρῖτις

ἀρθρῖτις, ιδος, ἡ. sc. νόσος, Gliederkrankheit, Gicht, Hdn. 3, 14, 4; Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀρθρῖτις — of fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθρῖτιν — ἀρθρῖτις of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Artritis — (Del lat. arthritis, gota < gr. arthron, articulación.) ► sustantivo femenino MEDICINA Inflamación de las articulaciones. IRREG. plural artritis * * * artritis (del lat. «arthrītis», del gr. «arthrītis», de «árthron», articulación) f. Med.… …   Enciclopedia Universal

  • αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… …   Dictionary of Greek

  • οστεοαρθρίτιδα — η ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονώδης πάθηση μιας άρθρωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoarthritis < ὀστέον / ὀστοῦν + ἀρθρῖτις( δα)] …   Dictionary of Greek

  • περιαρθρίτιδα — η ιατρ. περιαρθρικός ρευματισμός που προσβάλλει τα τενόντια και μυϊκά στοιχεία καθώς και τους ορογόνους θυλάκους που περιβάλλουν μια άρθρωση, τής οποίας, κατά γενικό κανόνα, δεν θίγει τα οστά και τις επιφάνειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

  • υποδοχή — η / ὑποδοχή, ΝΜΑ [ὑποδέχομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδέχομαι νεοελλ. 1. φιλική δεξίωση, προϋπάντηση 2. ο τρόπος ή η διάθεση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι (α. «δεν ήταν και πολύ θερμή η υποδοχή που τού έκανε» β. «οι… …   Dictionary of Greek

  • ՅՕԴԱՑԱՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0379 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἁρθρίτις arthritis, morbus articularis. Ցաւ յօդից մարմնոյ. յորս գլխաւորն կոչի ոտնառութիւն. նիգրիս, նըգրըս: Գաղիան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀρθριτίδων — ἀρθρῑτίδων , ἀρθρῖτις of fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθρῖτ' — ἀρθρῖτι , ἀρθρῖτις of fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθρίτιδα — ἀρθρί̱τιδα , ἀρθρῖτις of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”