- ὀρθραγορίσκος
ὀρθραγορίσκος, ὁ, = ὀρϑαγορίσκος, alte f. L. bei Plin. H. N. 32, 3, ein Fisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθραγορίσκος, ὁ, = ὀρϑαγορίσκος, alte f. L. bei Plin. H. N. 32, 3, ein Fisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθαγορίσκος — ο (Α ὀρθαγορίσκος) νεοελλ. ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο αρχ. 1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. τού τυράννου … Dictionary of Greek