- ὀρο-πέδιον
ὀρο-πέδιον, τό, Bergfläche, Strab. 11, 14, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρο-πέδιον, τό, Bergfläche, Strab. 11, 14, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
λεκανοπέδιο — το έκταση εδάφους που έχει σχήμα λεκάνης και περιβάλλεται από βουνά («λεκανοπέδιο τής Αττικής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + πεδίον «πεδιάδα» (πρβλ. ορο πέδιο, υδατο πέδιο). Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και μαρτυρείται από το 1854 στον… … Dictionary of Greek
οροπέδιο — Ευρεία εδαφική επιφάνεια, επίπεδη ή ελαφρά κυματοειδής, που βρίσκεται το λιγότερο μερικές εκατοντάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μπορεί να περιορίζεται ολόγυρα από απότομες κλίσεις ή από οροσειρές ή ακόμα να διαπερνιέται από… … Dictionary of Greek
σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… … Dictionary of Greek
ανάθημα ή ανάθεμα — Στην αρχαιότητα, ο όρος δήλωνε το αφιέρωμα σεέναν θεό. Οαναθέτης προσέφερε ένα αντικείμενο, ένα γλυπτό, ένα κόσμημα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό στη θεότητα, ευχαριστώντας για κάτι που πέτυχε ή κέρδισε ή απέκτησε· ευγνωμονώντας για βοήθεια ή θεϊκή… … Dictionary of Greek