- παρ-ώμαλος
παρ-ώμαλος, fast gleich, τὸ πλάτος καὶ τὸ μῆκος, Strab. 3, 5, 1 A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ώμαλος, fast gleich, τὸ πλάτος καὶ τὸ μῆκος, Strab. 3, 5, 1 A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρώμαλος — ον, Α σχεδόν ομαλός ή ίσος («κύκλος τῆς νήσου τετρακόσιοι στάδιοι, παρώμαλος τὸ πλάτος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὁμαλός (πρβλ. αν ώμαλος). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek