- ὀρνεο-σκόπος
ὀρνεο-σκόπος, = ὀρνιϑοσκόπος, Schol. Il. 1, 69; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνεο-σκόπος, = ὀρνιϑοσκόπος, Schol. Il. 1, 69; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιεροσκόπος — ὁ (Α ἱεροσκόπος, ον) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροσκόπος ο ιερομάντης*, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα εξετάζοντας τα σπλάχνα τών θυσιαζόμενων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + σκοπος (< σκοπός), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνεο σκόπος] … Dictionary of Greek
λογοσκόπος — λογοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που κατασκοπεύει και ακούει κρυφά, ωτακουστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + σκόπος* (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. θεμι σκόπος, ορνεο σκόπος] … Dictionary of Greek