ὀρνεακός

ὀρνεακός

ὀρνεακός, von Vögeln, den Vögeln eigen, Tzetz. ad Lycophr. 598.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορνεακός — ὀρνεακός, ή, όν (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρνεα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + κατάλ. ακός (πρβλ. ιχθυ ακός)] …   Dictionary of Greek

  • ὀρνεακαῖς — ὀρνεακός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”