ἀραι-όδους

ἀραι-όδους

ἀραι-όδους, οντος, mit spärlichen Zähnen, mit Zahnlücken, Arist. H. A. 2, 3. 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρχαρόδους — καρχαρόδους, ουν (Α) 1. αυτός που έχει πριονωτά, σουβλερά, μυτερά δόντια 2. μτφ. ως κύριο όν. ό Καρχαρόδους κωμικό επίθ. τού Κλέωνος στον Αριστοφ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρχαρος + όδους (< ὀδούς), πρβλ. αραι όδους, κρατερ όδους] …   Dictionary of Greek

  • κρατερόδους — κρατερόδους, ὁ (Α) αυτός που έχει γερά, δυνατά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. αραι όδους, μον όδους)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”