ἀραιό-σαρκος

ἀραιό-σαρκος

ἀραιό-σαρκος (σάρξ), von schwammigem Fleische, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόσαρκος — η, ο αυτός που έχει κακή σάρκα, που η σάρκα του υφίσταται εύκολα διαπύηση ή που δύσκολα θεραπεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σαρκος (< σάρξ, κός), πρβλ. αραιό σαρκος, μαλακό σαρκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”