- ὀριμᾱλίδες
ὀριμᾱλίδες, αἱ, s. ὀρομαλίδες, Theocr. 5, 95 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀριμᾱλίδες, αἱ, s. ὀρομαλίδες, Theocr. 5, 95 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οριμαλίδες — ὀριμαλίδες, αἱ (Α) (δ. γρφ.) βλ. ορομαλίδες … Dictionary of Greek
ορομαλίδες — ὀρομαλίδες και ὀριμαλίδες, αἱ (Α) είδος άγριων μήλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορο / ορι (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + μῆλον / μᾶλον + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek