- ὀρεί-οικος
ὀρεί-οικος, bergbewohnend, Schol. Eur. Phoen. 694.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρεί-οικος, bergbewohnend, Schol. Eur. Phoen. 694.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορείοικος — ὀρείοικος και ὀρεσίοικος και οὐρεσίοικος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεσί (βλ. λ. όρος [II]) + οικος (< οἶκος), πρβλ. αερί οικος] … Dictionary of Greek