- ἀργία
ἀργία, ἡ, = ἀεργία, Unthätigkeit, Trägheit, Eur. Med. 296 u. öfter; mit μαλακία vrbdn Plat. Rep. III, 398 e; ἡσυχία Theaet. 153 b u. sonst; δίκη ἀργίας Plut. Lyc. 24 bezieht sich auf νόμος ἀργίας Dem. 57, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀργία, ἡ, = ἀεργία, Unthätigkeit, Trägheit, Eur. Med. 296 u. öfter; mit μαλακία vrbdn Plat. Rep. III, 398 e; ἡσυχία Theaet. 153 b u. sonst; δίκη ἀργίας Plut. Lyc. 24 bezieht sich auf νόμος ἀργίας Dem. 57, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀργία — ἀργίᾱ , ἀργία want of employment fem nom/voc/acc dual ἀργίᾱ , ἀργία want of employment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίᾳ — ἀργίαι , ἀργία want of employment fem nom/voc pl ἀργίᾱͅ , ἀργία want of employment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργία — (Νομ.). H προσωρινή διακοπή της εργασίας λόγω εορτών κ.ά. Στο δίκαιο α. λέγεται η κατάσταση υπαλλήλου που δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του, επειδή έχει καταδικαστεί ή είναι υπόδικος. Στο εκκλησιαστικό δίκαιο, α. είναι η ποινή κληρικού, στη… … Dictionary of Greek
αργία — η 1. το να μην εργάζεται κανείς, ανάπαυση, σκόλη: Αύριο είναι αργία και δε θα χουμε σχολείο. 2. (εκκλησ.), προσωρινή παύση κληρικού: Ο δεσπότης τιμώρησε τον παπά του χωριού μ ένα μήνα αργία. 3. ποινή προσωρινής απομάκρυνσης αξιωματικού από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀργίας — ἀργίᾱς , ἀργία want of employment fem acc pl ἀργίᾱς , ἀργία want of employment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίαι — ἀργία want of employment fem nom/voc pl ἀργίᾱͅ , ἀργία want of employment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίαν — ἀργίᾱν , ἀργία want of employment fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιῶν — ἀργία want of employment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίαις — ἀργία want of employment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίη — ἀργία want of employment fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίην — ἀργία want of employment fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)