ὀρείτης

ὀρείτης

ὀρείτης, , Bergbewohner; Orph. Lith. 356; Tzetz.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορείτης — ὀρείτης, ὁ, (θηλ. ὀρεῑτις, ίτιδος (Α) 1. ο κάτοικος τών ορέων, ορεσίβιος, βουνήσιος 2. ονομασία ενός λίθου 3. είδος γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει τού ὄρος* (II) (πρβλ. ορει βάτης) + κατάλ. της] …   Dictionary of Greek

  • ὀρείτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρείτην — ὀρείτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηλιορείτης — ο, θηλ. Πηλιορείτισσα, Ν αυτός που κατάγεται από το Πήλιο ή κατοικεί σ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πήλιο + ορείτης (< όρος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • ορείτις — ὀρεῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) βλ. ορείτης …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ὀρεῖται — ὄρνυμι ṛṇóti fut ind mid 3rd sg (attic epic) ὀρείτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”