ἀριθμητής

ἀριθμητής

ἀριθμητής, , der Rechner, Plat. de iust. 373 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀριθμητής — calculator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμητής — ο (Α ἀριθμητής) [αριθμώ] αυτός που υπολογίζει, που καταμετρεί κάτι νεοελλ. 1. Μαθ. ο όρος του κλάσματος ο οποίος φανερώνει τον αριθμό των κλασματικών μονάδων που περιέχει ο κλασματικός αριθμός 2. μηχάνημα που χρησιμεύει στην αυτόματη μέτρηση ή… …   Dictionary of Greek

  • αριθμητής — ο αυτός που μετρά, που λογαριάζει· (μαθημ.), ο πάνω όρος του κλάσματος, αυτός που φανερώνει πόσες φορές περιέχεται στο κλάσμα η κλασματική μονάδα που δείχνει ο παρονομαστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀριθμηταῖς — ἀριθμητής calculator masc dat pl ἀριθμητός that can be counted fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμηταί — ἀριθμητής calculator masc nom/voc pl ἀριθμητός that can be counted fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητοῦ — ἀριθμητής calculator masc gen sg ἀριθμητός that can be counted masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητήν — ἀριθμητής calculator masc acc sg (attic epic ionic) ἀριθμητός that can be counted fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητῶν — ἀριθμητής calculator masc gen pl ἀριθμητός that can be counted fem gen pl ἀριθμητός that can be counted masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητά — ἀριθμητά̱ , ἀριθμητής calculator masc nom/voc/acc dual ἀριθμητής calculator masc voc sg ἀριθμητής calculator masc nom sg (epic) ἀριθμητός that can be counted neut nom/voc/acc pl ἀριθμητά̱ , ἀριθμητός that can be counted fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • αντιστρέφω — ίστρεψα, άφηκα, ιστραμμένος, μτβ. 1. γυρίζω ανάποδα: Το κλάσμα αντιστράφηκε (ο αριθμητής έγινε παρονομαστής και ο παρονομαστής αριθμητής). 2. μετατρέπω κάτι από μια μορφή ή κατάσταση σε άλλη: Οι περισσότερες κρίσεις μπορούν να αντιστραφούν χωρίς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”