ὀρεο-τύπος

ὀρεο-τύπος

ὀρεο-τύπος, = ὀρειτύπος, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορειτύπος — ὀρειτύπος και ὀρεοτύπος και ὀροιτύπος και ὀροτύπος, ον (Α) αυτός που εργάζεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεο / ὀρο / ὀροι (βλ. λ. όρος [II]) + τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκο τύπος] …   Dictionary of Greek

  • ορεοπίθηκος — (oreopithecus). Γένος ανθρωποειδών πρωτενόντων ζώων, που έχουν εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε λιγνιτοφόρα στρώματα της βινδομπονίου βαθμίδας στο βουνό Μπάμπολι και στο Μπατσινέλο της επαρχίας Γκροσέτο της Τοσκάνης. Ύστερα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”