ὀρι-βάτης

ὀρι-βάτης

ὀρι-βάτης, ὁ, = ὀρειβάτης, Ar. Av. 276.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υλοβάτης — ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α νεοελλ. ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων τής οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας αρχ. αυτός που συχνάζει στα δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + βάτης / βατος (< βαίνω),… …   Dictionary of Greek

  • ορειβάτης — ο, θηλ. ορειβάτις και ορειβάτισσα (ΑΜ ὀρειβάτης, Α και ὀρειβάτης και ὀρεοβάτης και ὀριβάτης καί ὀρεσσιβάτης, ποιητ. τ. οὐριβάτας, Μ θηλ. ὀρειβάτις, ιδος) νεοελλ. αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, αλπινιστής μσν. αρχ. αυτός που περιπλανιέται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”