- ὀργανίζω
ὀργανίζω, = ὀργανόω, Hippocr., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀργανίζω, = ὀργανόω, Hippocr., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οργανίζω — (Α ὀργανίζω) οργανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρία τού ρήματος ὀργανίζω (< ὄργανον) είναι αμφίβολη (πρβλ. δι οργανίζω, κατ οργανίζω). Από το ρ. αυτό έχουν παραχθεί τα: οργανιστής, οργανιστός, οργανισμός] … Dictionary of Greek
κατοργανίζω — (Α) διαχέω μουσική σε μια έκταση, γεμίζω έναν τόπο με μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οργανίζω (< ὄργανον), πρβλ. δι οργανίζω] … Dictionary of Greek
συνοργανίζω — Ν συνδυάζω τα μουσικά μέρη τών διαφόρων οργάνων ορχήστρας για τον απαρτισμό μιας μουσικής σύνθεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οργανίζω (< όργανο), πρβλ. δι οργανίζω] … Dictionary of Greek
οργάνιστρο — το έγχορδο μουσικό όργανο που ήταν σε χρήση κατά τον μεσαίωνα, αλλ. βιέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οργανίζω* + επίθημα τρο (πρβλ. άγκισ τρο)] … Dictionary of Greek
οργανισμός — Έμβριο ον στα μορφολειτουργικά χαρακτηριστικά του. Κάθε ο. αποτελείται από ένα άθροισμα μερών και λειτουργιών που αλληλοσυμπληρώνονται. Με την έννοια του ο. συνδέεται και εκείνη της ζωϊκής δυναμικής με τις διάφορες όψεις της αύξησης και της… … Dictionary of Greek
οργανιστής — και οργανίστας, ο (ΑΜ ὀργανιστής) νεοελλ. μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. οργανοκρούστης μσν. αρχ. αυτός που παίζει μουσικό όργανο, οργανοπαίκτης αρχ. μηχανικός υδραυλικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανίζω*. Ο τ. οργανίστας είναι… … Dictionary of Greek
οργανιστός — ὀργανιστός, ή, όν (Α) [οργανίζω] αυτός που προέρχεται από μηχανισμό, από συσκευή … Dictionary of Greek