- ὀργανικός
ὀργανικός, von, mit Werkzeugen, organisch, μέρη, Arist. eth. 3, 1; auch adv. ὀργανικῶς, 1, 9, 7; Sp., wie Plut. Cat. min. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀργανικός, von, mit Werkzeugen, organisch, μέρη, Arist. eth. 3, 1; auch adv. ὀργανικῶς, 1, 9, 7; Sp., wie Plut. Cat. min. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀργανικός — serving as organs masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οργανικός — ή, ό (Α ὀργανικός, ή, όν) [όργανον] 1. αυτός που χρησιμεύει ως όργανο 2. αυτός που αποτελείται από όργανα 3. αυτός που ανήκει στις λειτουργίες τού ανθρώπινου οργανισμού νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργανο ή σε ζώντα οργανισμό 2.… … Dictionary of Greek
οργανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οργανισμό, σε όργανο ή σε οργάνωση: Οργανική πάθηση, θέση. 2. αυτός που έχει όργανα, αλλ. ενόργανος: Οργανικά όντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀργανικά — ὀργανικός serving as organs neut nom/voc/acc pl ὀργανικά̱ , ὀργανικός serving as organs fem nom/voc/acc dual ὀργανικά̱ , ὀργανικός serving as organs fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργανικώτερον — ὀργανικός serving as organs adverbial comp ὀργανικός serving as organs masc acc comp sg ὀργανικός serving as organs neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργανικῶν — ὀργανικός serving as organs fem gen pl ὀργανικός serving as organs masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργανικόν — ὀργανικός serving as organs masc acc sg ὀργανικός serving as organs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερχλωραιθυλένιο — Οργανικός διαλύτης με χημικό τύπο C2Cl4. Είναι υγρό άχρωμο, που βράζει στους 119° και έχει ειδικό βάρος 1,624 σε 15°. Παρασκευάζεται από πενταχλωραιθάνιο (C2HCl5) βρασμένο με πολτό ασβέστη. Το υ. είναι ανάλογο προς το τριχλωραιθυλένιο … Dictionary of Greek
ὀργανικαῖς — ὀργανικός serving as organs fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργανικαί — ὀργανικός serving as organs fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργανικοῖς — ὀργανικός serving as organs masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)