- ὀρει-ώδης
ὀρει-ώδης, ες, bergartig, gebirgig, Eust. 1246, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρει-ώδης, ες, bergartig, gebirgig, Eust. 1246, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορειώδης — ὀρειώδης, ῶδες (Μ) ορεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει τού ὄρος* (ΙΙ) (πρβλ. ορει βάτης) + ώδης*] … Dictionary of Greek