- ὀρει-άλωτος
ὀρει-άλωτος, in den Bergen gefangen, Thom. Mag.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρει-άλωτος, in den Bergen gefangen, Thom. Mag.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορειάλωτος — ὀρειάλωτος, ον (Μ) αυτός που περιπλανιέται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + άλωτος (< ἀλῶμαι «περιπλανιέμαι»)] … Dictionary of Greek