- ἀργιλλ-ώδης
ἀργιλλ-ώδης, od. ἀργῑλώδης, ες, thonartig, thonig, γῆ Her. 2, 12; τόπος Theophr.; ὄχϑαι bei Ath. III, 82 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀργιλλ-ώδης, od. ἀργῑλώδης, ες, thonartig, thonig, γῆ Her. 2, 12; τόπος Theophr.; ὄχϑαι bei Ath. III, 82 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.