- ὀρει-βάτης
ὀρει-βάτης, ὁ, Bergbeschreiter, -durchwandler; ϑήρ, Soph. Phil. 943; Theseus, O. C. 1057; Eur. Trach. 436; sp. D. in der Anth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρει-βάτης, ὁ, Bergbeschreiter, -durchwandler; ϑήρ, Soph. Phil. 943; Theseus, O. C. 1057; Eur. Trach. 436; sp. D. in der Anth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχνοβάτης — ἰχνοβάτης, ὁ (Α) (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που βαδίζει στα ίχνη κάποιου, ο ιχνηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, ορει βάτης] … Dictionary of Greek
καλοβάτης — ο (AM καλοβάτης) αυτός που βαδίζει πάνω σε καλόβαθρο αρχ. αυτός που βαδίζει πάνω σε σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, ορει βάτης] … Dictionary of Greek
καμηλοβάτης — καμηλοβάτης, ὁ (Α) αυτός που καβαλικεύει καμήλα, αναβάτης καμήλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει βάτης, σχοινο βάτης] … Dictionary of Greek
κραταιβάτης — κραταιβάτης, ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α) επιγρ. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει βάτης, σχοινο βάτης] … Dictionary of Greek
πυροβάτης — ο, θηλ. πυροβάτισσα, Ν πρόσωπο που εκτελεί πυροβασία, που περπατά ξυπόλυτος πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, κν. αναστενάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, ορει βάτης] … Dictionary of Greek
στηλοβάτης — ὁ, Μ αυτός που ανεβαίνει σε στήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει βάτης, στυλο βάτης] … Dictionary of Greek
ορείτης — ὀρείτης, ὁ, (θηλ. ὀρεῑτις, ίτιδος (Α) 1. ο κάτοικος τών ορέων, ορεσίβιος, βουνήσιος 2. ονομασία ενός λίθου 3. είδος γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει τού ὄρος* (II) (πρβλ. ορει βάτης) + κατάλ. της] … Dictionary of Greek
ορείτωρ — ὀρείτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. ορεινός, βουνήσιος, κάτοικος όρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρείτορες, οἱ ἄγριοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει τού ὄρος* (ΙΙ) (πρβλ. ορει βάτης) + κατάλ. τωρ] … Dictionary of Greek
ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… … Dictionary of Greek
ορειώδης — ὀρειώδης, ῶδες (Μ) ορεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει τού ὄρος* (ΙΙ) (πρβλ. ορει βάτης) + ώδης*] … Dictionary of Greek
ορειώτης — ὀρειώτης, δωρ. τ. ὀρειώτας, ὁ (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη («Πανός ὀρειώτα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει τού ὄρος* (II) (πρβλ. ορει βάτης) + κατάλ. ώτης] … Dictionary of Greek