- ὀρει-μανής
ὀρει-μανής, ές, die Berge durchrasend, Tryphiod. 370.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρει-μανής, ές, die Berge durchrasend, Tryphiod. 370.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορειμανής — ὀρειμανής και ὀρειομανής, ές (Α) 1. αυτός που ως μαινόμενος περιέρχεται τα όρη 2. αυτός που αγαπά εμμανώς τα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρειο (βλ. λ. όρος [II]) + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. υλο μανής] … Dictionary of Greek